- ἐπιβάντες
- ἐπιβαίνωgo uponaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυνέω — (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον Ησίοδ.) ορμώ, εφορμώ, σπεύδω (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», Ησίοδ. β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού θύνω*] … Dictionary of Greek